γόνος

γόνος
γόνος (γόνον: nom. contra metr. O. 9.76)
1 offsping only
a son of gods and heroes. κλέπτοισα θεοῖο γόνον Iamos O. 6.36 [Θέτιοςγόνος codd. contra met. O. 9.76]

τέκεν γόνον ὑπερφίαλον· Κένταυρον P. 2.42

Χίρωνα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου P. 3.4

ἐξαίρετον γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason P. 4.123 γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν Achilles N. 3.57 πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν (Ahlwardt: γόνον ἄν. πατ. codd.) I. 8.33 τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο μιχθεὶς τοξοφόρον τελέσαι γόνον[ Apollo Πα. 7B. 52. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν Dionysos fr. 75. 11.
b collectively, offspring race

ἄτερ δεὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον O. 9.45


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γόνος — that which is begotten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… …   Dictionary of Greek

  • γόνος — ο 1. το παιδί, το τέκνο, ο απόγονος: Είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. 2. τα αβγά των ψαριών και τα νεαρά ψαράκια. 3. η γύρη των λουλουδιών. 4. το σπέρμα, ο σπόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γονός — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… …   Dictionary of Greek

  • γόνω — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc/acc dual γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνε — γόνος that which is begotten masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνοι — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνοιο — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνοις — γόνος that which is begotten masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνον — γόνος that which is begotten masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνου — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”